- πρόσφυγας
- ο / πρόσφυξ, -υγος, ΝΜΑ, θηλ. πρόσφυγας και προσφυγίνα Ννεοελλ.1. πρόσωπο που υποχρεώνεται από πιεστικές καταστάσεις να εγκαταλείψει τον τόπο τής μόνιμης διαμονής του και να καταφύγει σε άλλον (α. «οι πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας»8. «πολιτικός πρόσφυγας» γ. «οι πρόσφυγες τής Κύπρου» δ. «οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες»)2. (νομ.) το φυσικό πρόσωπο που έχει χαρακτηριστεί ως τέτοιο βάσει ad hoc ειδικών συνθηκών, καθώς και κάθε πρόσωπο που εξαναγκάζεται, λόγω δικαιολογημένου φόβου, να βρεθεί εκτός τών συνόρων τού τόπου ιθαγένειάς του ή τού τόπου τής συνήθους εγκατάστασής του, λόγω τών γλωσσικών, θρησκευτικών, φυλετικών ή πολιτικών διαφορών του με την εκεί εξουσίαμσν.λιποτάκτηςμσν.-αρχ.1. πρόσωπο που καταφεύγει κάπου για να ζητήσει προστασία («πρόσφυξ θεοῡ», Φίλ.)2. πελάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -φυξ (< θ. φυγ- τού φεύγω, πρβλ. ἔ-φυγ-ον), πρβλ. πρό-φυξ. Ο νεοελλ. τ. πρόσφυγας < πρόσφυξ, -υγος, κατά τα αρσ. σε -ας].
Dictionary of Greek. 2013.